- προαναλαμβάνω
- Α [ἀναλαμβάνω]1. λαμβάνω κάτι για πρώτη φορά2. σηκώνω προηγουμένως κάτι ψηλά3. αναλαμβάνω διήγηση από κάποιο προηγούμενο σημείο4. παρασκευάζω κάτι αναμιγνύοντας5. μτφ. προκαταλαμβάνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek